- προστατικός
- προ-στατικός, ή, όν, zum Vorsteher gehörig; ἐπισημασία εὐνοϊκὴ καὶ προστατική, des Wohlwollens und der Ehre
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προστατικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστατικός — ή, ό / προστατικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αδένα προστάτη («προστατικό υγρό») 2. το αρσ. ως ουσ. ο προστατικός αυτός που πάσχει από νόσο τού προστάτη 3. φρ. «προστατική μοίρα ουρήθρας» το αρχικό τμήμα τής ανδρικής … Dictionary of Greek
προστατικόν — προστατικός of masc acc sg προστατικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστατικοῦ — προστατικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστατικῆς — προστατικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστατικῶς — προστατικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)